- πρόπρασις
- -άσεως, ἡ, Α1. προκαταβολική πώληση2. (ιδίως σε συμβόλαιο γάμου) μεταβίβαση από πριν τής περιουσίας τού συζύγου σε περίπτωση διάλυσης τού γάμου εξαιτίας θανάτου ή και άλλης αιτίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πρᾶσις* «πώληση»].
Dictionary of Greek. 2013.